-
1 богатый
επ., βρ: -гат, -а, -о1. πλούσιος•-ая страна πλούσια χώρα•
богатый человек πλούσιος άνθρωπος.
ουσ. ο πλούσιος•богатый и в будни пирует, а бедный в праздник горюет παρμ. ο πλούσιος και τις καθημερινές γλεντάει, όμως ο φτωχός και τις γιορτές πικραίνεται.
2. πολυτελής•-ое убранство πλούσια επίπλωση.
3. μτφ. μεγάλος, αρκετός•богатый урожай μεγάλη σοδειά•
богатый опыт πλούσια πείρα.
εκφρ.чем -ты, тем и рады – (σε μουσαφίρη) ό,τι υπάρχει στο φτωχικό μας θα φάμε. -
2 богатый
богатый 1) πλούσιος 2) (обильный) άφθονος, πλού σιος \богатый урожай η πλούσια σοδειά* * *1) πλούσιος2) ( обильный) άφθονος, πλούσιοςбога́тый урожа́й — η πλούσια σοδειά
-
3 богатый
богат||ый1. прил πλούσιος;2. прил (обильный) ἀφθονος, πλούσιος:\богатый урожай ἡ ἄφθονη (или πλούσια) σοδειά;3. прил (роскошный, великолепный) πολυτελής, βαρύτιμος;4. м ὁ πλούσιος, ὁ ἐδπορος. -
4 богач
-
5 пышный
пышный πλούσιος (тж. о волосах )' πολυτελής (роскошный)* * * -
6 пышный
пышн||ыйприл1. (великолепный) μεγαλοπρεπής, πολυτελής/ λαμπρός (роскошный)/ πλούσιος (богатый)/ πομπώδης (помпезный):\пышныйая растительность ὁργιώδης βλάστηση·2. (о волосах и т. п.) πλούσιος, πυκνός· ◊ \пышныйый пиро́г ἡ φουσκωτή πήττα. -
7 изобиловать
αφθονώ, είμαι πλούσιος (σε κάτι).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изобиловать
-
8 богатеть
богатетьнесов πλουτίζω, πλουταίνω, γίνομαι πλούσιος. -
9 богач
богачм ὁ πλούσιος, ὁ βαθύπλουτος, ὁ ζάπλουτος, ὁ παραλής. -
10 кулак
кула||км1. ἡ πυγμή, ἡ γροθιά, ὁ γρό(ν)θος:грозить \кулакком ἀπειλώ μέ τή γροθιά·2. тех. τό δόντι τροχοῦ μηχανής'3. (богатый крестьянин) ὁ κουλάκος, ὁ πλούσιος ἀγρότης. -
11 мешок
меш||окм1. τό σακκί, τό τσουβάλι:вещевой \мешок ὁ γυλιός (у военных), τό σακκίδιο (у туристов)· класть в \мешок βάζω στό τσουβάλι·2. ίο человеке) разг ὁ βραδυκίνητος (или ὁ ἀγαρμπος) ἄνθρω-πος·3. воен. ὁ κλοιός:попа́сть в \мешок πέφτω σέ κλοιό, περικυκλώνομαι· ◊ \мешокки́ под глазами разг τά πρησμένα μάτια· золотой \мешок ὁ πλούσιος, ὁ παραλής· каменный \мешок ἡ ὑπόγειος εἰρκτή· сидеть \мешокко́м (об одежде) κρέμομαι σάν τσουβάλι· покупать кота в \мешокке́ ἀγοράζω γουρούνι στό σακί. -
12 наживаться
наживать||сяπλουτίζω, γίνομαι πλούσιος. -
13 небогатый
небогат||ыйприл ὄχι πλούσιος, μέ μέτρια οἰκονομικά μέσα / λιτός (скромный)/ ἀνεπαρκής, ὀλιγοστός (недостаточный):\небогатыйая семья ὄχι πλούσια οίκογένεια· \небогатый выбор ἡ περιορισμένη ποικιλία. -
14 обильный
оби́л||ьныйприл ἀφθονος, δαψιλής, πλούσιος, πλουσιοπάροχος:\обильныйьный обед τό πλούσιο γεῦμα· \обильныйьный урожай ἡ ἀφθονη συγκομιδή, ἡ πλούσια σοδειά. -
15 разбогатеть
разбогатетьсов πλουτίζω, πλουταίνω, γίνομαι πλούσιος. -
16 роскошный
роскошн||ыйприл πολυτελής, πλούσιος:\роскошный обед τό πλούσιο γεύμα· \роскошный особняк ἡ πολυτελής βίλλα· \роскошныйые волосы τά πλούσια μαλλιά· \роскошныйое издание ἡ πολυτελής ἐκδοση. -
17 содержательностьый
содержательность||ыйприл πλούσιος σέ περιεχόμενο. -
18 состоятельный
состоятельный Iприл1. (платежеспособный) ἀξιόχρεος, ἀξιόχρεως·2. (с достатком) ἐΰπορος, εὐκατάστατος/ πλούσιος (богатый).состоятельный IIприл (обоснованный) βάσιμος -
19 сочный
сочн||ыйприл1. εὔχυμος, χυμώδης, ζουμερός·2. перен ζωηρός, μεστός, πλούσιος. -
20 хлебный
хлебн||ыйприл1. τοῦ ψωμιοῦ, ἀπό ψωμί (о печеном хлебе)/ τοῦ σιταριοῦ (относящийся к зерну):\хлебныйые злаки τά σιτηρά· \хлебныйые запасы τά ἀποθέματα σιταριοῦ· \хлебныйые поля τά χωράφια σιταριοῦ· \хлебный амбар ἡ σιταποθήκη· \хлебный магазин τό ἀρτοπωλεῖο, τό ψωμάδικο· \хлебныйая торговля τό ἐμπόριο σιτηρών \хлебный квас τό κβάς (είδος ἀναψοκτικοβ)· \хлебный кризис ἡ κρίση ψωμιοῦ·2. (обильный хлебом) πλούσιος σέ σιτάρι:\хлебный край ὁ σιτοβολων (или ἡ σιτοπαραγωγική) περιοχή· \хлебный год χρονιά πλούσια σέ σιτοπαραγωγή·3. перен (доходный, прибыльный) ἐπικερδής, προσοδοφόρος· ◊ \хлебныйое дерево τό ἀρτόδεν-δρο[ν].
См. также в других словарях:
πλούσιος — wealthy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλούσιος — α, ο / πλούσιος, ία, ιον, ΝΜΑ, και πλούτιος Α 1. αυτός που έχει πολύ υλικό πλούτο, μεγάλη κινητή ή ακίνητη περιουσία, εύπορος 2. αυτός που έχει σε μεγάλη αφθονία, σε πλησμονή, ένα πράγμα ή μια ιδιότητα (α. «οι ομορφιές τσ ήσαν πολλές, τα κάλλη τζ … Dictionary of Greek
πλούσιος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει μεγάλη περιουσία, που έχει αφθονία ενός πράγματος ή μιας ιδιότητας: Τόπος πλούσιος σε ομορφιές. 2. άφθονος, πολυτελής: Πλούσια συγκομιδή. – Πλούσιος διάκοσμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλουσιώτερον — πλούσιος wealthy adverbial comp πλούσιος wealthy masc acc comp sg πλούσιος wealthy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσιωτάτων — πλούσιος wealthy fem gen superl pl πλούσιος wealthy masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσιωτέραις — πλούσιος wealthy fem dat comp pl πλουσιωτέρᾱͅς , πλούσιος wealthy fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσιωτέρων — πλούσιος wealthy fem gen comp pl πλούσιος wealthy masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσιώτατα — πλούσιος wealthy adverbial superl πλούσιος wealthy neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσιώτατον — πλούσιος wealthy masc acc superl sg πλούσιος wealthy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσίω — πλούσιος wealthy masc/neut nom/voc/acc dual πλούσιος wealthy masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλουσίων — πλούσιος wealthy fem gen pl πλούσιος wealthy masc/neut gen pl πλουσιάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πλουσιάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)